αδιαγούμιστος

αδιαγούμιστος
-η, -ο και -ητος -η, -ο [διαγουμίζω]
αλεηλάτητος, αδιάρπαστος, αλαφυραγώγητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδιαγούμιστος — η, ο αλεηλάτητος: Οι Τούρκοι, όταν κυρίεψαν την Κων/πολη, δεν άφησαν τίποτε αδιαγούμιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάρπαστος — η, ο (Α ἀδιάρπαστος, ον) [διαρπάζω] αυτός που δεν διαρπάστηκε, που δεν λεηλατήθηκε, αλεηλάτητος, ασύλητος, αδιαγούμιστος, αλήστευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”